Η κυρία είναι στο κρεβάτι με τον εραστή της.
Ξαφνικά ακούν το αυτοκίνητο του συζύγου να παρκάρει έξω απ το σπίτι. Ο εραστής τρέχει πανικόβλητος να κρυφτεί.
Η κυρία, πιο ψύχραιμη, του λέει:
– Πήγαινε στη γωνία και κάτσε ακίνητος!
– Μα…
– Δεν έχει μα! Κάτσε εκεί που σου λέω!
Πηγαίνει στο μπάνιο και φέρνει baby-oil και ταλκ. Τον πασαλείβει με το λάδι, τον πασπαλίζει ολόκληρο με ταλκ και του λέει:
– Κάτσε ακίνητος και κάνε το άγαλμα!
– Μα…
– Κάνε το άγαλμα, που σου λέω, αλλιώς μας έσφαξε και τους δυο!
Μπαίνει ο σύζυγος και βλέπει το «άγαλμα».
– Τι είναι αυτό Μαρία;
– Α, τίποτε! Είχα πάει στους Παπαδοπουλαίους το Σαββατοκύριακο κι είχαν
ένα τέτοιο άγαλμα και το ζήλεψα. Δεν σε πειράζει που πήρα κι εγώ ε;
– Α μπα, τι να με πειράξει; Κάτσανε, φάγανε, είδαν τηλεόραση και κάποια στιγμή έπεσαν για ύπνο. Κατά
τις τρεις τα ξημερώματα, ο σύζυγος σηκώνεται, πάει στην κουζίνα, ανοίγει το ψυγείο,
φτιάχνει ένα σάντουιτς, παίρνει και μια μπύρα και πάει στο «άγαλμα».
– Έλα ρε, φάε, πιες!
Ο εραστής παγώνει απ το φόβο του.
– Έλα ρε, φάε κάτι! Εγώ τρεις μέρες έκανα το άγαλμα στους Παπαδοπουλαίους κι ούτε ένα ποτήρι νερό δεν μου δωσαν!