Είναι μια ξανθιά και τρεις μελαχρινές στον παράδεισο. Πριν μπουν μέσα ρωτάει ο Αγιος-Πέτρος μια απ΄ τις μελαχρινές:
– Μήπως όσο ήσουν ζωντανή έπιασες πέος;
– Για να είμαι ειλικρινής, Αγιε Πέτρο μου, απαντάει εκείνη, ακούμπησα έναν λίγο.
– Βλέπεις εκείνη τη στέρνα; της λέει εκείνος. Πήγαινε γρήγορα πλύνε καλά το χέρι σου και μπες στον παράδεισο.
Ύστερα ρωτάει την επόμενη μελαχρινή:
– Εσύ μήπως έπιασες πέος;
– Αγιε μου, εδώ που φτάσαμε είναι κρίμα να σας πω ψέματα.Έπιασα και με τα δυο μου τα χέρια και μάλιστα πολλές φορές.
– Ντροπή σου ξετσίπωτη, της λέει εκείνος. Πήγαινε στη στέρνα, τρίψε γερά τα χέρια σου και μετά μπες στον Παράδεισο.
Πηγαίνει να ρωτήσει την τελευταία μελαχρινή, αλλά πετιέται έξαλλη η ξανθιά και λέει:
– Δεν πιστεύω, Αγιε μου, να με βάλεις να πλύνω το στόμα μου εκεί που θα έχει πλύνει πρώτα αυτή τον κώλο της;