Ο Μήτσος και ο Κώστας, χρόνια φίλοι, αποφασίζουν να πάνε στο βουνό για ορειβασία και πέφτουν σε μια χιονοθύελλα τρομερή.
Για καλή τους τύχη πετυχαίνουν εκεί κοντά σε ένα χωριό ένα σπίτι και ζητούν καταφύγιο για να περάσουν την νύχτα.
Τους προκύπτει εκεί πέρα μια ωραία χήρα και τους λέει ότι για λόγους κουτσομπολιού δεν μπορούν να μείνουν στο σπίτι, αλλά στον στάβλο που είναι άδειος και καθαρός.
Φυσικά οι τύποι δέχονται, άλλωστε είχαν και τον κατάλληλο εξοπλισμό: υπνόσακο, κάριματ, θερμικά εσώρουχα, ρούχα κλπ.
Βολεύονται λοιπόν την νύχτα και γυρίζουν μετά στην Αθήνα.
Μετά από εννιά μήνες έρχεται ένας δικηγόρος στον Κώστα σταλμένος από την χήρα του λέει κάτι και παθαίνει ζημιά! Τηλεφωνεί λοιπόν στον Μήτσο να ρωτήσει:
– Έλα ρε Μήτσο, θυμάσαι την ωραία χήρα που μας φιλοξένησε;
– Φυσικά, γιατί ρωτάς;
– Μήπως ρε το βράδυ που κοιμόμουνα πήγες στο σπίτι της και την πήδηξες;
– Μμμμμμ ναι, δεν μπορούσα να συγκρατηθώ.
– Μάλιστα, μήπως της έδωσες και το δικό μου όνομα για δικό σου;
– Ναι, ρε συγγνώμη, ελπίζω να μην σε πειράζει.
– Οχι, καθόλου γιατί πέθανε και μου άφησε όλη την περιουσία της!