Ο γάιδαρος του κου Κήτσου συναντάει ένα άλογο
– Γεια σου ρε ξα…
-Πφφφ, φτωχέ, καταφρονεμένε, μακρινέ συγγενή, απαντάει το άλογο ρίχνοντας του μια υποτιμητική ματιά. Εγώ είμαι άλογο κι εσύ γάιδαρος!
Κοίταξε πόσο όμορφο είμαι. Δες την κορμοστασιά μου, την πλούσια χαίτη μου, την φουντωτή ουρά μου… Έλα στο σπίτι μου να σου δείξω και τα τρόπαια μου.
Πάνε στο σπίτι του αλόγου. Ο ένας τοίχος ήταν γεμάτος κύπελλα.
-Αυτά που βλέπεις τα έχω κερδίσει στις μεγαλύτερες ιπποδρομίες της Αγγλίας!
Ο άλλος τοίχος ήταν γεμάτος βραβεία.
-Αυτά τα έχω κατακτήσει στους μεγαλύτερους διαγωνισμούς ομορφιάς !
Ο τρίτος τοίχος ήταν γεμάτος μετάλλια.
-Αυτά τα έχω πάρει σε αγώνες επίδειξης στους Ολυμπιακούς !
Φεύγει ο γάιδαρος φρικαρισμένος, μη μπορώντας να αντέξει τόσες προσβολές.
Όλο το βράδυ στριφογύριζε. Σηκώνεται την άλλη μέρα το πρωί, παίρνει μια εγκυκλοπαίδεια με ζώα, βρίσκει τη φωτογραφία μιας ζέβρας, την κόβει, την κορνιζάρει και την κρεμάει στον τοίχο. Το μεσημέρι συναντάει το άλογο.
-Ξάδελφε, έλα στο σπίτι μου να κεράσω καφέ, να δεις κι εσύ τα τρόπαια μου.
Πάνε στο σπίτι του γαιδάρου και κάθονται στο σαλόνι.
-Ξάδελφε, πάω στην κουζίνα να φτιάξω δυο φραπεδάκια κι έρχομαι.
Έρχεται σε λίγο ο γάιδαρος με τους καφέδες.
-Έλα, είδες τα τρόπαια μου, ρωτάει το άλογο.
-Πλάκα μου κάνεις; Εγώ δεν βλέπω τίποτα!
-Καλά μωρέ, στραβός είσαι; Δεν είδες τη φωτογραφία στον τοίχο;
Εγώ στα νιάτα μου έπαιζα στη Γιουβέντους !