Ήταν κάποτε ένα πλοίο με πειρατές. Μέσα σ’ όλους αυτούς ήταν ο Καπετάνιος, ο μούτσος, οι πειρατές, οι αιχμάλωτοι, οι γυναίκες και ένας μαύρος στο παρατηρητήριο ο οποίος ήταν κεκές. Του έχουν πει του δύστυχου του μαύρου άμα δει κανένα πλοίο να φωνάξει δυνατά ΚΑΡΑΒΙ ΣΤΟΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑ ώστε να του επιτεθούν με την πολεμική γαλέρα που είχαν. Ύστερα από ταξίδι δυο ημερών βλέπει ο μαύρος ενα πλοίο. Θυμήθηκε τι του είχαν πει κι αρχίζει να φωνάζει:
Κακακακα
Μέχρι όμως να τελειώσει την φράση, έχει έρθει το καράβι και τους εμβόλισε.
Όταν μετά από 3 μήνες βγήκαν όλοι από το νοσοκομείο ξανααγοράζουν ένα πλοίο εμπορικό και το κάνουν πειρατικό.
Ανεβάζουν πάλι τον μαύρο στο παρατηρητήριο. Αυτός, μετά από 4 μέρες βλέπει ένα καράβι. Κάνει να φωνάξει:
Κακακακα.
Αλλά και πάλι δεν πρόλαβε το μοιραίο με αποτέλεσμα να πάνε όλοι στο νοσοκομείο.
Όταν ξαναβγήκαν, αγόρασαν ένα μικρό πλοιαράκι και αυτή τη φορά ήταν όλοι αρκετά προετοιμασμένοι, ώστε αν άκουγαν το μαύρο να φωνάζει Κακακα να πηδήξουν από το πλοίο έτσι ώστε να καταστραφεί το πλοίο, αλλά να γλυτώσουν αυτοί από το νοσοκομείο για 3η φορά.
Αυτή τη φορά όμως δεν συνάντησαν κανένα πλοίο την πρώτη εβδομάδα ούτε την δεύτερη ούτε την τρίτη. Την τέταρτη βδομάδα άκουσαν όλοι τον μαύρο να φωνάζει:
Κακακακα
Αμέσως όλοι παράτησαν ότι έκαναν και πήδηξαν κατευθείαν στη θάλασσα.
Και τελειώνει ο μαύρος τη φράση του:
ΚακακακαΚΑΡΧΑΡΙΕΣ !!!