Ήταν ένας πολύ στεναχωρημένος γάιδαρος μέσα σε ένα μπαρ και πίνει το ποτό του
Ξαφνικά αρχίζει να κλαίει. Έκλαιγε με τις ώρες και δεν έλεγε να σταματήσει.
Τα παίρνει ο μπαρμαν και αρχίζει να τον παρακαλάει, βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, δεν πειράζει, κάνε κουράγιο, θα περάσει! τίποτα ο γαίδαρος … εκεί κλάμα!
Αφού τα δοκίμασε όλα ο μπάρμαν, λέει στους πελάτες πως όποιος κάνει το γάιδαρο να σταματήσει να κλαίει θα του δώσει 50 χιλιάρικα.
Σηκώνεται τότε ένας, πλησιάζει τον γάιδαρο, του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί και αυτός ξεκαρδίζεται στα γέλια. Δίνει ο μπάρμαν τα πενήντα χιλιάρικα στον πελάτη.
Ο γάιδαρος όμως συνέχισε να γελάει και δεν σταματούσε με τίποτα.
Μετά από καμιά ώρα και αφού τα είχε πάρει άγρια ο μπάρμαν, ξαναφωνάζει στους πελάτες πως όποιος κάνει το γάιδαρο να σταματήσει να γελάει θα έχει άλλα πενήντα.
Ξανασηκώνεται ο ίδιος πελάτης, ψιθυρίζει κάτι στο αυτί του γαϊδάρου και βγαίνουν έξω από το μπαρ.
Μετά από λίγα λεπτά μπαίνουν μέσα και ο γάιδαρος ξαναρχίζει να κλαίει.
Αγανακτισμένος ο μπάρμαν δίνει τα λεφτά στον πελάτη αλλά τον ρωτάει τι είπε στο γάιδαρο και τον έκανε στην αρχή να γελάει και μετά να κλαίει. Οπότε του λέει ο πελάτης:Στην αρχή του είπα πως τον έχω μεγαλύτερο από τον δικό του. Και μετά; ρωτάει ο μπάρμαν. Και μετά του τον έδειξα.