Ο Κίτσος καθόταν σε ένα μπαρ και κοιτούσε όλη την ώρα το ποτό του. Μετά από λίγο έρχεται ένας μεγαλόσωμος άντρας, του παίρνει το ποτό και το πίνει μονορούφι.
Τότε ο Κίτσος αρχίζει τα κλάματα…
Τον βλέπει ο μεγαλόσωμος και του λέει:
– “Καλά ρε φίλε μην κάνεις έτσι, θα σου πάρω άλλο.”
– “Όχι, δεν φταις εσύ”, λέει ο αδύνατος κύριος.
– “Σήμερα είναι η πιο άσχημή μου μέρα. Το πρωί άργησα να σηκωθώ, έχασα ένα σημαντικό ραντεβού στη δουλειά και ο διευθυντής μου με απέλυσε. Βγαίνω έξω, μου έχουν κλέψει το αυτοκίνητο. Παίρνω ένα ταξί και ξεχνάω μέσα το πορτοφόλι μου. Γυρνάω σπίτι και βλέπω τη γυναίκα μου αγκαλιά με τον υδραυλικό. Και ενώ δεν έφταναν όλα αυτά, ενώ σκόπευα να βάλω ένα τέλος στη ζωή μου έρχεσαι κι εσύ και μου πίνεις το δηλητήριο!”