Ο κυρ Παναγιώτης, 102 χρονών, αποφασίζει να πάει στην Μύκονο.
Βρίσκει ένα ξενοδοχείο που είναι κοντά σε μια πλαζ γυμνιστών, παίρνει μια ξαπλώστρα και αράζει.
Κάποια στιγμή περνάει μια κοπέλα τσίτσιδη από μπροστά του, τη βλέπει και… «νταααν» του σηκώνεται. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα φτάνει δίπλα του μία άλλη κοπέλα ολόγυμνη και τον ρωτάει:
– Με καλέσατε;
Τα χάνει ο παππούς:
– Όχι κοπέλα μου, της λέει, δε σε κάλεσα.
– Μα πώς, λέει η κοπέλα και ανεβαίνει επάνω του και…
Τελειώνει η κοπελιά, φεύγει, συνέρχεται και ο παππούς από το σοκ. Μετά από λίγο, ο παππούς κλάνει και τσουπ σκάει δίπλα του ένας μαύρος.
– Με καλέσατε;
Τα χάνει ο παππούς.
– Όχι, παλικάρι μου, δε σε κάλεσα, του απαντάει.
– Μα πώς, λέει ο μαύρος, τον γυρίζει μπρούμυτα και…
Τελειώνει ο μαύρος, φεύγει, συνέρχεται και ο παππούς τα μαζεύει και πάει στη ρεσεψιόν όπου ζητάει λογαριασμό για να φύγει.
– Μα γιατί θέλετε να φύγετε, ρωτάει η ρεσεψιονίστ, δεν περνάτε καλά;
– Όχι κοπέλα μου, της απαντάει ο παππούς, δεν είδες τι έγινε;
– Μα και βέβαια είδα, δε σας άρεσε;
– Τι να μου αρέσει, κοπέλα μου; Μου σηκώνεται 1 φορά το μήνα και κλάνω 50 φορές την ημέρα…!