Ο Μήτσος γνωρίζει σ’ένα μπαρ μια κοπέλα. Αφού τα είπαν, προσφέρθηκε να τη συνοδεψει ως το σπίτι της.
Στο δρόμο αγκαλιές φιλιά ώσπου να φτάσουν στο σπίτι της, ήταν έτοιμη η κατάσταση….
Θέλουν να κάνουν έρωτα στα όρθια. Αυτή όμως είναι πολύ κοντή. Τη σηκώνει στα χέρια, δεν τον βολεύει. Κοιτάζει γύρω του, βλέπει ένα γάντζο στον τοίχο…
Πιάνει και την κρεμάει από κει. Τελειώνουν τη δουλειά, ξεκρεμάει ο Μήτσος την κοντή και χτυπάει το κουδούνι, να παραδώσει το κορίτσι στους γονείς του.
Ανοίγει η μάνα και μένει έκπληκτη. Δεν έχει λόγους να ευχαριστήσει το παλικάρι. Ακούει τη συνομιλία ο πατέρας και λέει στη γυναίκα του, ότι δεν υπάρχει λόγος για τόσες ευχαριστίες.
Στο κάτω κάτω δεν ήταν και σπουδαία δουλειά που τους έφερε την κόρη τους μέχρι την εξώπορτα. Μάλλον υποχρέωση του ήταν.
-Μα τι λες Γιώργο μου, λέει η γυναίκα. Ξεχνάς ότι όλοι οι προηγούμενοι φίλοι της την άφηναν όλη τη νύχτα κρεμασμένη από το γάντζο;