Κ╬¼θονται στην πλατε╬»α δυο γ╬Łροι κρητικο╬» και ξανο╬»γουν τον παπ╬¼ που περπατε╬».
Λ╬Łει ο ╬Łνας στον ╬¼λλο: «Μωρ╬Ł ΜανωλιŽī, γι╬¼ ‘ντα κουτσα╬»νει ο παπ╬¼ς;» «Ε κατ╬Łχω», λ╬Łει ο ╬¼λλος, «μα να τον ερωτ╬«σουμε».
Τον φων╬¼ζουν και τον ρωτοŽŹν. «Εγλ╬»στρησα οπροχθ╬Łς κι εχτŽŹπησα στο μπιτ╬Ł», τους λ╬Łει αυτŽīς.
Του εŽŹχονται περαστικ╬¼ και ο παπ╬¼ς φεŽŹγει.
ΜŽīλις απομακρŽŹνεται, λ╬Łει π╬¼λι ο ╬Łνας κρητικŽīς στον ╬¼λλο: «Μωρ╬Ł ΜανωλιŽī, ╬»ντα ‘ναι μωρ╬Ł το μπιτ╬Ł;» «Ε κατ╬Łχω», λ╬Łει ο ╬¼λλος, «πολŽŹ καιρŽī ╬Łχω να π╬¼ω στην εκκλησι╬¼»!!!


